- ψαθυρότης
- ψαθυρότης, ητος, ἡ, Zustand und Eigenschaft des ψαϑυρός
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ψαθυρότης — looseness of consistency fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαθυρότητα — ψαθυρότης looseness of consistency fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαθυρότητος — ψαθυρότης looseness of consistency fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαθυρότητα — η / ψαθυρότης, ότητος, ΝΑ [ψαθυρός] η ιδιότητα τού ψαθυρού, έλλειψη συνεκτικότητας … Dictionary of Greek